βαλλισταί — βαλλιστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Баллиста — Эта статья о метательной машине. О римском узурпаторе III века см. Баллиста (узурпатор). Баллиста калибром в 1/2 таланта … Википедия
Карробаллиста — Баллиста калибром в 1/2 таланта Баллиста (лат. balistarum[1], от греч. βαλλιστης, от βαλλειν «бросать») античная двухплечевая машина торсионного действия для метания камней. Позднее в первых веках нашей эры под баллистами стали п … Википедия
βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και … Dictionary of Greek
μπαλέστρα — (Balestra). Koρσικανός φιλέλληνας αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Βαλέστρας ή Βαλέστ. * * * η (Μ μπαλέστρα και παλέστρα) πολεμικό μέσο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη ρίψη βελών, πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης νεοελλ. κοινή ονομασία ναυτικών… … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek